- αιγυπτιοδίφης
- οο αιγυπτιολόγος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγύπτιος + -δίφης < αρχ. διφῶ (-άω) «ζητώ, ερευνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αιγύπτιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους γέροντες προύχοντες της Ιθάκης, που πήρε πρώτος τον λόγο όταν ο Τηλέμαχος συγκάλεσε την πρώτη συνέλευση των αρχόντων. Ένας από τους γιους του, ο Ευρύνομος, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης και σκοτώθηκε … Dictionary of Greek